- Βουσίριδος
- Βούσιριςfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενοκτονία — ξενοκτονία, ἡ (Α) [ξενοκτόνος] 1. ο φόνος ξένων ή φίλων («περὶ τῆς Βουσίριδος ξενοκτονίας παρὰ τοῑς Ἕλλησιν ἐνισχύσαι τὸν μῡθον», Διόδ.) 2. ο φόνος φιλοξενούντος ή φιλοξενουμένου … Dictionary of Greek
πολυκρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Σάμου (πέθανε το 522 π.Χ.). Από αριστοκρατική οικογένεια, κατέλαβε (538;) με τη βοήθεια των οπαδών του την αφρούρητη πόλη, ενώ οι Σάμιοι έλειπαν στο ιερό της Ήρας για την ετήσια γιορτή της. Με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek